lu·cid [ˈlu:sɪd] ΕΠΊΘ
1. lucid:
- lucid (unambiguous)
- klar <klarer, am klarsten>
- lucid (easy to understand)
-
- lucid (easy to understand)
-
- etw [für jdn] transparent machen τυπικ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.