Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. dealing [βρετ ˈdiːlɪŋ, αμερικ ˈdilɪŋ] ΟΥΣ
1. dealing ΕΜΠΌΡ:
II. dealings ΟΥΣ
dealings ουσ πλ (gen):
- dealings
-
- dealings ΕΜΠΌΡ
-
- underhand dealings
- magouilles οικ
στο λεξικό PONS
-
- dealings
-
- dark dealings
-
- dealings
-
- dark dealings
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- dealings with authorities
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.