Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
deafeningly loud [ˈdefnɪŋlɪ] ΕΠΊΘ
I. loud [βρετ laʊd, αμερικ laʊd] ΕΠΊΘ
1. loud (noisy):
2. loud (emphatic):
II. loud [βρετ laʊd, αμερικ laʊd] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dead silence
- deadstock
- dead weight
- dead wood
- deadwood
- deafeningly loud
- deaf mute
- deaf-mute
- deafness
- deaf without speech
- deal