Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. custom [βρετ ˈkʌstəm, αμερικ ˈkəstəm] ΟΥΣ
1. custom (personal habit):
2. custom (convention):
3. custom ΕΜΠΌΡ (patronage):
II. custom [βρετ ˈkʌstəm, αμερικ ˈkəstəm] ΕΠΊΘ
custom article, equipment, system:
duty [βρετ ˈdjuːti, αμερικ ˈd(j)udi] ΟΥΣ
1. duty (obligation):
2. duty (task):
3. duty U (work):
4. duty (tax):
στο λεξικό PONS
duty <-ties> [ˈdju:ti, αμερικ ˈdu:t̬i] ΟΥΣ
1. duty (obligation):
2. duty (task):
I. custom [ˈkʌs·təm] ΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
duty <-ties> [ˈdu·t̬i] ΟΥΣ
1. duty (obligation):
2. duty (task):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.