στο λεξικό PONS
Auf·trags·be·stä·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Auf·trags·kil·ler(in) <-s, -> [-kɪlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auftragskiller ΝΟΜ μειωτ:
Auf·trag·neh·mer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auf·trag·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Le·se·be·stä·ti·gung ΟΥΣ θηλ ΔΙΑΔ
Selbst·be·stä·ti·gung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Sen·de·be·stä·ti·gung ΟΥΣ θηλ ΔΙΑΔ
Ver·kaufs·be·stä·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Ein·gangs·be·stä·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
Auftragsschreiber(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Amtsbestätigung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Bestätigungsvermerk ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Geschäftsbestätigung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Trendbestätigung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Euro-Zahlungsauftrag ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
bestätigende Bank phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.