στο λεξικό PONS
Va·ter·schafts·nach·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Iden·ti·täts·nach·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Ver·wer·tungs·nach·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
- Verwertungsnachweis z. B. bei Altautos
-
Zah·lungs·nach·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Leis·tungs·nach·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΣΧΟΛ
Echt·heits·bürg·schaft ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Echt·heits·prü·fung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Echt·heits·zeug·nis <-ses, -se> ΟΥΣ ουδ
Prüfungsnachweis ΟΥΣ
Verwendungsnachweis ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Echtheitsmerkmal ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Liefernachweis ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Nachweispflicht ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Leistungsnachweis
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.