στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ministero [minisˈtɛro] ΟΥΣ αρσ
1. ministero ΠΟΛΙΤ (governo):
2. ministero ΠΟΛΙΤ:
3. ministero ΝΟΜ:
4. ministero ΘΡΗΣΚ:
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
ministero [mi·nis·ˈtɛ:·ro] ΟΥΣ αρσ
1. ministero (dicastero):
2. ministero (edificio):
3. ministero (periodo, governo):
4. ministero ΝΟΜ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.