Oxford Spanish Dictionary
obrera ΟΥΣ θηλ
clase1 ΟΥΣ θηλ
1.1. clase (tipo):
3. clase ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
4. clase (distinción, elegancia):
5.1. clase (lección):
5.2. clase (grupo de alumnos):
5.3. clase (aula):
clase2 ΟΥΣ αρσ ΣΤΡΑΤ
στο λεξικό PONS
I. obrero (-a) [o·ˈβre·ro, -a] ΕΠΊΘ
II. obrero (-a) [o·ˈβre·ro, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.