Oxford Spanish Dictionary
tourist [αμερικ ˈtʊrəst, βρετ ˈtʊərɪst] ΟΥΣ
1. tourist (person on vacation):
tourist attraction ΟΥΣ
- tourist attraction
-
tourist information ΟΥΣ U
- tourist information
-
- tourist information
-
στο λεξικό PONS
tourist [ˈtʊr·ɪst] ΟΥΣ (traveler)
- tourist
- turista αρσ θηλ
tourist information office ΟΥΣ
- tourist information office
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.