Oxford Spanish Dictionary
pasivo1 (pasiva) ΕΠΊΘ
pasivo2 ΟΥΣ αρσ
1. pasivo (en un negocio):
clase1 ΟΥΣ θηλ
1.1. clase (tipo):
3. clase ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
4. clase (distinción, elegancia):
5.1. clase (lección):
5.2. clase (grupo de alumnos):
5.3. clase (aula):
clase2 ΟΥΣ αρσ ΣΤΡΑΤ
στο λεξικό PONS
I. pasivo (-a) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
