Oxford Spanish Dictionary
económico (económica) ΕΠΊΘ
1. económico crisis/situación:
2.1. económico:
2.2. económico (que gasta poco):
clase1 ΟΥΣ θηλ
1.1. clase (tipo):
3. clase ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
4. clase (distinción, elegancia):
5.1. clase (lección):
5.2. clase (grupo de alumnos):
5.3. clase (aula):
clase2 ΟΥΣ αρσ ΣΤΡΑΤ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.