Oxford Spanish Dictionary
thrifty <thriftier thriftiest> [αμερικ ˈθrɪfti, βρετ ˈθrɪfti] ΕΠΊΘ
- thrifty
-
- thrifty
-
στο λεξικό PONS
thrifty <-ier, -iest> [ˈθrɪf·ti] ΕΠΊΘ
- thrifty
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.