An·schlag1 <-(e)s, -schläge> ΟΥΣ αρσ
- Anschlag
-
An·schlag2 <-(e)s, -schläge> ΟΥΣ αρσ
1. Anschlag (betätigte Taste):
3. Anschlag:
4. Anschlag ΑΘΛ (Schwimmbewegung):
- Anschlag
-
5. Anschlag ΣΤΡΑΤ:
-
- biologischer Anschlag
-
- Anschlag αρσ <-(e)s, -schläge> esp CH
-
- heimtückischer Anschlag
-
- [Schreibmaschinen]anschlag αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.