Anschlag <-(e)s, -schläge> SUBST αρσ
1. Anschlag (Terroranschlag):
- Anschlag
-
- Anschlag
-
2. Anschlag (Attentat):
3. Anschlag (Aushang):
- Anschlag
- ανακοίνωση θηλ
4. Anschlag (Plakat):
- Anschlag
- αφίσα θηλ
5. Anschlag (bei Schreibmaschine):
6. Anschlag (bei Hebeln, Knöpfen):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.