

Trost <-[e]s> [tro:st] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Trost (Linderung):
2. Trost (Zuspruch):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.