I. jung <jünger, jüngste> [jʊŋ] ΕΠΊΘ
1. jung (noch nicht älter):
4. jung (erst kurz existierend):
- jung
-
- emergent democracy, nation
- jung <jünger, am jüngsten>
-
- jung <jünger, am jüngsten>
-
- jung <jünger, am jüngsten>
-
- jung <jünger, am jüngsten>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.