Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
régime [ʀeʒim] ΟΥΣ αρσ
1. régime (alimentation):
- régime
-
2. régime ΠΟΛΙΤ:
3. régime (conditions):
4. régime ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
5. régime ΝΟΜ:
6. régime ΜΗΧΑΝΙΚΉ (rythme):
8. régime:
- régime ΓΕΩΓΡ, ΜΕΤΕΩΡ
-
-
- régime αρσ
- regime τυπικ
- régime αρσ
- regimen τυπικ
- régime αρσ
-
- régime αρσ méditerranéen
-
- régime αρσ crétois
-
- régime αρσ d'élimination
-
- régime αρσ parlementaire
-
- régime αρσ d'assurances
-
- régime αρσ d'assurances
-
- en régime capitaliste
στο λεξικό PONS
régime [ʀeʒim] ΟΥΣ αρσ
1. régime (système):
- régime alimentaire
-
- régime matrimonial
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.