Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
totalitaire [tɔtalitɛʀ] ΕΠΊΘ
1. totalitaire (dictatorial):
- totalitaire régime, État
-
- État démocratique/totalitaire
-
-
- totalitaire αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
totalitaire [tɔtalitɛʀ] ΕΠΊΘ
- totalitaire
-
-
- totalitaire
- illiberal power
- totalitaire
totalitaire [tɔtalitɛʀ] ΕΠΊΘ
- totalitaire
-
-
- totalitaire
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.