στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
shipping [βρετ ˈʃɪpɪŋ, αμερικ ˈʃɪpɪŋ] ΟΥΣ
1. shipping (boats):
2. shipping αμερικ:
I. ship [βρετ ʃɪp, αμερικ ʃɪp] ΟΥΣ
II. ship <forma in -ing shipping, παρελθ, μετ παρακειμ shipped> [βρετ ʃɪp, αμερικ ʃɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
I. forecast [βρετ ˈfɔːkɑːst, αμερικ ˈfɔrˌkæst] ΟΥΣ
II. forecast [βρετ ˈfɔːkɑːst, αμερικ ˈfɔrˌkæst] ΕΠΊΘ
III. forecast <παρελθ/μετ παρακειμ forecast> [βρετ ˈfɔːkɑːst, αμερικ ˈfɔrˌkæst] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
shipping [ˈʃɪ·pɪŋ] ΟΥΣ
1. shipping (ships):
2. shipping (freight dispatch):
-
- spedizione θηλ
I. ship [ʃɪp] ΟΥΣ
I. forecast <forecast [or forecasted]> [ˈfɔ:r·kæst] ΟΥΣ
-
- previsione θηλ
| I | ship |
|---|---|
| you | ship |
| he/she/it | ships |
| we | ship |
| you | ship |
| they | ship |
| I | shipped |
|---|---|
| you | shipped |
| he/she/it | shipped |
| we | shipped |
| you | shipped |
| they | shipped |
| I | have | shipped |
|---|---|---|
| you | have | shipped |
| he/she/it | has | shipped |
| we | have | shipped |
| you | have | shipped |
| they | have | shipped |
| I | had | shipped |
|---|---|---|
| you | had | shipped |
| he/she/it | had | shipped |
| we | had | shipped |
| you | had | shipped |
| they | had | shipped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ship off
- ship out
- ship over
- shipowner
- shipper
- shipping forecast
- shipping lane
- shipping line
- shipshape
- ship-to-shore radio
- shipway