στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
- foreign, religious affairs correspondent ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
-
I. affair [βρετ əˈfɛː, αμερικ əˈfɛr] ΟΥΣ
1. affair (event, incident):
2. affair (matter):
3. affair:
II. affairs ΟΥΣ npl
1. affairs:
I. religious [βρετ rɪˈlɪdʒəs, αμερικ rəˈlɪdʒəs] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
affair [ə·ˈfer] ΟΥΣ
1. affair (matter):
3. affair (sexual relationship):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.