στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. estero [ˈɛstero] ΕΠΊΘ
- estero paese, politica
-
- estero mercato, commercio
-
- estero mercato, commercio
-
- estero mercato, commercio
-
- estero debito
-
- corrispondente estero ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
-
II. estero [ˈɛstero] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.