στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. expat [βρετ ɛksˈpat, αμερικ ˌɛksˈpæt] ΟΥΣ οικ short for expatriate
II. expat [βρετ ɛksˈpat, αμερικ ˌɛksˈpæt] ΕΠΊΘ οικ short for expatriate
I. expatriate ΟΥΣ [βρετ ɪksˈpatrɪət, ɪksˈpeɪtrɪət, ɛksˈpatrɪət, ɛksˈpeɪtrɪət, αμερικ ˌɛksˈpeɪtriət]
1. expatriate (emigrant):
2. expatriate (exile):
-
- esule αρσ θηλ
II. expatriate ΕΠΊΘ [βρετ ɪksˈpatrɪət, ɪksˈpeɪtrɪət, ɛksˈpatrɪət, ɛksˈpeɪtrɪət, αμερικ ˌɛksˈpeɪtriət]
1. expatriate (emigrant):
2. expatriate (exiled):
III. expatriate ΡΉΜΑ μεταβ [βρετ ɪksˈpatrɪeɪt, ɪksˈpeɪtrɪeɪt, ɛksˈpeɪtrɪeɪt, ɛksˈpatrɪeɪt, αμερικ ɛksˈpeɪtriˌeɪt] (exile)
στο λεξικό PONS
expat [ˌeks·ˈpæt] ΟΥΣ
expat συντομογραφία: expatriate
- expat
-
expatriate2 [eks·ˈpeɪ·tri·eɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
expatriate1 [eks·ˈpeɪ·tri·ət] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.