expat [βρετ ɛksˈpat, αμερικ ˌɛksˈpæt] ΟΥΣ ΕΠΊΘ οικ abrév
expat → expatriate
I. expatriate ΟΥΣ [βρετ ɪksˈpatrɪət, ɪksˈpeɪtrɪət, ɛksˈpatrɪət, ɛksˈpeɪtrɪət, αμερικ ˌɛksˈpeɪtriət]
II. expatriate ΕΠΊΘ [βρετ ɪksˈpatrɪət, ɪksˈpeɪtrɪət, ɛksˈpatrɪət, ɛksˈpeɪtrɪət, αμερικ ˌɛksˈpeɪtriət]
III. expatriate ΡΉΜΑ μεταβ [βρετ ɪksˈpatrɪeɪt, ɪksˈpeɪtrɪeɪt, ɛksˈpeɪtrɪeɪt, ɛksˈpatrɪeɪt, αμερικ ɛksˈpeɪtriˌeɪt]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.