στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. profit [βρετ ˈprɒfɪt, αμερικ ˈprɑfət] ΟΥΣ
1. profit ΕΜΠΌΡ:
II. profit [βρετ ˈprɒfɪt, αμερικ ˈprɑfət] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό
I. gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΘ
II. gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΡΡ
III. gross <πλ gross> [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΟΥΣ (twelve dozen)
στο λεξικό PONS
I. gross [groʊs] ΕΠΊΘ
| I | profit |
|---|---|
| you | profit |
| he/she/it | profits |
| we | profit |
| you | profit |
| they | profit |
| I | profited |
|---|---|
| you | profited |
| he/she/it | profited |
| we | profited |
| you | profited |
| they | profited |
| I | have | profited |
|---|---|---|
| you | have | profited |
| he/she/it | has | profited |
| we | have | profited |
| you | have | profited |
| they | have | profited |
| I | had | profited |
|---|---|---|
| you | had | profited |
| he/she/it | had | profited |
| we | had | profited |
| you | had | profited |
| they | had | profited |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.