στο λεξικό PONS
I. salt [sɔ:lt] ΟΥΣ
1. salt no pl (seasoning):
ιδιωτισμοί:
II. salt [sɔ:lt] ΟΥΣ modifier
III. salt [sɔ:lt] ΡΉΜΑ μεταβ
3. salt (sprinkle):
4. salt μτφ (add sth illicit):
physio·logi·cal [ˌfɪziəˈlɒʤɪkəl, αμερικ -ˈlɑ:ʤ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- physiologisch τυπικ
so·lu·tion [səˈlu:ʃən] ΟΥΣ
3. solution (in business):
salt ΟΥΣ
-
- Salt ουδ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
physiological salt solution ΟΥΣ
| I | salt |
|---|---|
| you | salt |
| he/she/it | salts |
| we | salt |
| you | salt |
| they | salt |
| I | salted |
|---|---|
| you | salted |
| he/she/it | salted |
| we | salted |
| you | salted |
| they | salted |
| I | have | salted |
|---|---|---|
| you | have | salted |
| he/she/it | has | salted |
| we | have | salted |
| you | have | salted |
| they | have | salted |
| I | had | salted |
|---|---|---|
| you | had | salted |
| he/she/it | had | salted |
| we | had | salted |
| you | had | salted |
| they | had | salted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- physicist
- physics
- physio
- physioball
- physiognomy
- physiological salt solution
- physiologist
- physiology
- physiotherapist
- physiotherapy
- physique