στο λεξικό PONS
mak·er [ˈmeɪkəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. maker (manufacturer):
2. maker esp βρετ:
- makers pl
-
- makers pl
-
3. maker (God):
ˈfilm-mak·er ΟΥΣ
es·ˈpres·so mak·er ΟΥΣ
ˈcof·fee mak·er ΟΥΣ
ˈfur·ni·ture maker ΟΥΣ
ˈpoli·cy mak·er ΟΥΣ
ˈprice mak·er ΟΥΣ
electronics maker ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
market maker ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
price maker ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Preissetzer αρσ
market maker system ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
trip maker
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.