στο λεξικό PONS
li·cence, αμερικ li·cense [ˈlaɪsən(t)s] ΟΥΣ
I. fi·du·ci·ary [fɪˈdju:ʃiəri, αμερικ -ˈdu:ʃieri] ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ ΟΥΣ
1. fiduciary ΝΟΜ:
2. fiduciary ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. fi·du·ci·ary [fɪˈdju:ʃiəri, αμερικ -ˈdu:ʃieri] ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. fiduciary (involving trust):
2. fiduciary απαρχ (held or given in trust):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fiduciary's licence ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
fiduciary ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Treuhänder αρσ
licence, αμερικ license ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Bewilligung θηλ
fiduciary ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- fiddling
- fiddly
- fidelity
- fidget
- fidget about
- fiduciary's licence
- fiduciary account
- fiduciary investment
- fiduciary money
- fiduciary security
- fie