στο λεξικό PONS
I. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΟΥΣ no pl also ΗΛΕΚ
ef·fi·cien·cy [ɪˈfɪʃən(t)si] ΟΥΣ
1. efficiency no pl (proficiency):
- efficiency of a company
-
- efficiency of a system
-
- efficiency of a system
-
- efficiency of a person
-
- efficiency of a method
-
- efficiency of a method
-
2. efficiency no pl (frugality):
3. efficiency ειδικ ορολ (of a machine, an engine):
4. efficiency αμερικ (apartment):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
efficiency potential ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
efficiency ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
efficiency ΟΥΣ CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.