στο λεξικό PONS
con·struc·tive [kənˈstrʌktɪv] ΕΠΊΘ
1. constructive (helpful):
-
- konstruktiv τυπικ
2. constructive ΑΡΧΙΤ, ΤΕΧΝΟΛ:
mar·gin [ˈmɑ:ʤɪn, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ
1. margin (outer edge):
2. margin (amount):
3. margin (provision):
4. margin ΟΙΚΟΝ:
5. margin ΧΡΗΜΑΤΟΠ (deposit):
6. margin ΧΡΗΜΑΤΟΠ (difference between paid and charged interest):
-
- Zinsspanne θηλ
margin ΟΥΣ
-
- Bruttogewinn αρσ
-
- Deckungsbeitrag αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
margin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
margin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
margin ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.