cert1 [sɜ:t] ΟΥΣ usu ενικ βρετ οικ
cer·tain·ty [ˈsɜ:tənti, αμερικ ˈsɜ:rt-] ΟΥΣ
1. certainty (surety):
2. certainty no pl (state of certainty):
I. cert2 ΟΥΣ
cert → certificate
II. cert2 ΕΠΊΘ
cert → certified
certificate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ, ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
cer·ti·fied [ˈsɜ:tɪfaɪd, αμερικ ˈsɜ:rt̬ə-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. certified (documented):
cer·tifi·cate [səˈtɪfɪkət, αμερικ sɚˈ-] ΟΥΣ
1. certificate:
2. certificate ΚΙΝΗΜ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.