στο λεξικό PONS
arithmetic logic unit, ALU ΟΥΣ
I. arith·me·tic ΟΥΣ [əˈrɪθmətɪk] no pl
II. arith·me·tic ΕΠΊΘ [ˌærɪθˈmetɪk, αμερικ ˌerɪθˈmet̬ɪk]
log·ic [ˈlɒʤɪk, αμερικ ˈlɑ:ʤ-] ΟΥΣ no pl
unit [ˈju:nɪt] ΟΥΣ
1. unit (standard of quantity):
2. unit + ενικ/pl ρήμα (group of people):
3. unit (part):
4. unit (element of furniture):
-
- Küchenelement ουδ
5. unit ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
6. unit:
- unit ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Anlageeinheit θηλ
9. unit αμερικ, αυστραλ (apartment):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unit ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Investmentanteil αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
unit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aright
- arise
- arisen
- aristocracy
- aristocrat
- arithmetic logic unit ALU
- arithmetic mean
- Ariz
- Arizona
- Arizonan
- ark