Schluss·fol·ge·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Schlussfolgerung
-
- Schlussfolgerung
-
-
- unlogische Schlussfolgerung
-
- Schlussfolgerung θηλ <-, -en>
-
- Schlussfolgerung θηλ <-, -en>
-
- Schlussfolgerung θηλ <-, -en>
-
- zwangsläufige Schlussfolgerung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.