arisen [əˈrɪzən] ΡΉΜΑ
arisen μετ παρακειμ: arise
arise <arose, arisen> [əˈraɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. arise (come about):
arise <arose, arisen> [əˈraɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. arise (come about):
arise ΡΉΜΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.