Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
wt ΟΥΣ abrév écrite
wt → weight
I. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt] ΟΥΣ
1. weight (heaviness):
3. weight (object of a fixed heaviness):
4. weight (credibility, influence):
5. weight (importance, consideration) μτφ:
6. weight (in statistics):
II. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt]
στο λεξικό PONS
wt [weɪt] ΟΥΣ
wt συντομογραφία: weight
- wt
- p. αρσ
I. weight [weɪt] ΟΥΣ
3. weight no πλ (value):
wt. [weɪt] ΟΥΣ
wt. συντομογραφία: weight
- wt.
- p. αρσ
I. weight [weɪt] ΟΥΣ
3. weight (value):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.