I. disposé (disposée) [dispoze] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
disposé → disposer
II. disposé (disposée) [dispoze] ΕΠΊΘ
1. disposé (agencé):
I. disposer [dispoze] ΡΉΜΑ μεταβ
1. disposer (placer):
II. disposer de ΡΉΜΑ μεταβ έμμ αντικείμ
1. disposer de (avoir):
2. disposer de (se servir de):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.