Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ging , Gis , Sieg , cif και Cis

Cis <-, -> [tsɪs] SUBST ουδ ΜΟΥΣ

cif

cif Abk von συντομογραφία: cost, insurance, freight

cif
CIF ουδ
cif
τσιφ ουδ
cif
αξία θηλ , ασφάλεια θηλ , ναύλος αρσ

Sieg <-(e)s, -e> [ziːk] SUBST αρσ

Gis <-, -> [gɪs] SUBST ουδ ΜΟΥΣ

ging [gɪŋ]

ging απλ παρελθ von gehen

Βλέπε και: gehen

I . gehen <geht, ging, gegangen> [ˈgeːən] +sein VERB αμετάβ

6. gehen (Teig):

12. gehen (erträglich sein):

II . gehen <geht, ging, gegangen> [ˈgeːən] +sein VERB μεταβ (Strecke)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский