Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κρί|νω <-να, -θηκα, -μένος> [ˈkrinɔ] VERB αμετάβ

2. κρίνω (νομίζω):

κρίνω ότι

II . κρί|νω <-να, -θηκα, -μένος> [ˈkrinɔ] VERB μεταβ

2. κρίνω (δικάζω):

κρίνω κάποιον

3. κρίνω (κριτικάρω):

κρίνω

4. κρίνω (είμαι αποφασιστικός παράγοντας):

κρίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский