Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέτριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέτρι|ος <-α, -ο> [ˈmɛtriɔs] ΕΠΊΘ

1. μέτριος (βαθμός):

μέτριος
mittlere(r, s)

2. μέτριος (ούτε μεγάλος ούτε μικρός):

μέτριος

3. μέτριος (όχι πολύ καλός):

μέτριος

Παραδειγματικές φράσεις με μέτριος

καφές μέτριος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский