Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετρικ|ός <-ή, -ό> [mɛtriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μετρικός (που εξακριβώνει το πλήθος):

μετρικός
Zähl-

2. μετρικός (που προσδιορίζει το βαθμό: θερμοκρασίας κτλ):

μετρικός
Mess-

3. μετρικός (μονάδα):

μετρικός
Maß-
Maßeinheit θηλ

4. μετρικός:

μετρικός ΜΑΘ, ΦΥΣ
μετρικός χώρος
metrischer Raum αρσ

5. μετρικός (σχετικός με την ποίηση):

μετρικός

Παραδειγματικές φράσεις με μετρικός

μετρικός τόνος
μετρικός χώρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский