Ελληνικά » Γερμανικά

τόνος1 [ˈtɔnɔs] SUBST αρσ

1. τόνος ΜΟΥΣ (χρώματος, ύφος ομιλίας):

τόνος
Ton αρσ

2. τόνος (τονισμός συλλαβής, οξεία):

τόνος
Akzent αρσ
κύριος τόνος
Hauptakzent αρσ

3. τόνος ΙΑΤΡ (μυός):

τόνος
Tonus αρσ
μυϊκός τόνος
Muskeltonus αρσ

τόνος2 [ˈtɔnɔs] SUBST αρσ (μέτρο βάρους)

τόνος3 [ˈtɔnɔs] SUBST αρσ (ψάρι)

Παραδειγματικές φράσεις με τόνος

κύριος τόνος
μυϊκός τόνος
μετρικός τόνος
Pilotton αρσ
σπερματικός τόνος ΒΟΤ
ερυθρός τόνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский