Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χώρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χώρος [ˈxɔrɔs] SUBST αρσ

1. χώρος (ως έννοια):

χώρος
Raum αρσ
Innenraum αρσ
Außenraum αρσ
Zwischenraum αρσ

2. χώρος ΜΑΘ:

χώρος
Raum αρσ
Vektorraum αρσ
regulärer Raum αρσ
ομογενής χώρος
homogener Raum αρσ
πλήρης χώρος
συζυγής χώρος
συμπαγής χώρος
kompakter Raum αρσ

5. χώρος μτφ (πεδίο):

χώρος
Gebiet ουδ

6. χώρος (θήκη σε μηχάνημα):

χώρος
Fach ουδ
Zubehörfach ουδ
Fleisch- und Wurstfach ουδ
Obst- und Gemüsefach ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με χώρος

Pausenraum αρσ
χώρος αρσ βολής ΑΘΛ
χώρος αρσ εργασίας
χώρος αρσ στάθμευσης
Parkplatz αρσ
χώρος αρσ απορρόφησης
χώρος αρσ ειδώλου
Bildraum αρσ
Innenraum αρσ
προβολικός χώρος ΜΑΘ
ομογενής χώρος
Lagerplatz αρσ
εναέριος χώρος
Luftraum αρσ
Außenraum αρσ
Vektorraum αρσ
πλήρης χώρος
συζυγής χώρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский