Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντουλάπι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντουλάπι [duˈlapi] SUBST ουδ

ντουλάπι
Schrank αρσ
ντουλάπι εγγράφων
Aktenschrank αρσ
εντοιχισμένο ντουλάπι
Einbauschrank αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ντουλάπι

ντουλάπι εγγράφων
εντοιχισμένο ντουλάπι
στο ντουλάπι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский