Ελληνικά » Γερμανικά

I . φτά|νω <-σα, -σμένος> [ˈftanɔ] VERB αμετάβ

4. φτάνω (πλησιάζω: χειμώνας κτλ):

φτάνω

II . φτά|νω <-σα, -σμένος> [ˈftanɔ] VERB μεταβ

1. φτάνω (προλαβαίνω, πετυχαίνω, ανέρχομαι σε):

φτάνω

2. φτάνω (μπορώ να πιάσω με το χέρι):

φτάνω

3. φτάνω (γίνομαι ισάξιος με κάποιον):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский