Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρώτη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρώτη [ˈprɔti] SUBST θηλ

1. πρώτη (ταχύτητα οχήματος):

πρώτη
erster Gang αρσ
βάζω (την) πρώτη
πηγαίνω με (την) πρώτη

2. πρώτη (ημέρα του μήνα):

η πρώτη
der Erste αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский