- Haar
- μαλλί ουδ mst πλ
- blondes Haar
- ξανθά μαλλιά
- sich δοτ die Haare schneiden lassen
- κουρεύομαι
- Haar
- τρίχα θηλ
- mir stehen die Haare zu Berge οικ
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο)/ανατριχιάζω
- kein gutes Haar an jdm lassen οικ
- επικρίνω κάποιον δριμύτατα/θάβω κάποιον
- sie gleichen sich aufs Haar
- μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό
- sich δοτ die Haare raufen
- τραβάω τα μαλλιά μου
- sich δοτ keine grauen Haare wachsen lassen οικ
- δε θα τα βάψω μαύρα/δε θα το πάρω κατάκαρδα
- Haare auf den Zähnen haben
- η γλώσσα μου τσακίζει κόκκαλα/η γλώσσα μου στάζει φαρμάκι
- niemandem ein Haar krümmen können οικ
- δεν μπορώ να βλάψω ούτε μυρμήγκι
- das ist an den Haaren herbeigezogen οικ
- αυτό είναι τραβηγμένο απ' τα μαλλιά
- sie findet immer ein Haar in der Suppe οικ μτφ
- πάντα γυρεύει αφορμές για να γρινιάζει
- um kein Haar besser sein οικ
- δεν είμαι ούτε κατά διάνοια καλύτερος
- um ein Haar οικ
- παρά τρίχα
- jdm die Haare vom Kopf fressen
- μαδώ κάποιον σαν κοτόπουλο
- sie gerieten sich in die Haare
- έγιναν μαλλιά κουβάρια
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.