Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιέξοδο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιέξοδο [aðiˈɛksɔðɔ] SUBST ουδ

1. αδιέξοδο (δρόμος):

αδιέξοδο
Sackgasse θηλ

2. αδιέξοδο μτφ:

είμαι σε αδιέξοδο
φτάνω/καταλήγω σε αδιέξοδο

Παραδειγματικές φράσεις με αδιέξοδο

είμαι σε αδιέξοδο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский