Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζήτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζήτησ|η <-εις> [ˈzitisi] SUBST θηλ

1. ζήτηση (αναζήτηση):

ζήτηση

2. ζήτηση:

ζήτηση ΕΜΠΌΡ, ΟΙΚΟΝ
Nachfrage θηλ
δεν έχει ζήτηση
δεν υπάρχει ζήτηση
προσφορά και ζήτηση
ζήτηση της αγοράς
εγχώρια ζήτηση
εγχώρια ζήτηση
ελαστική ζήτηση ΟΙΚΟΝ
ελλιπής ζήτηση
ενεργός ζήτηση
aktive Nachfrage θηλ
έντονη ζήτηση
ζήτηση κεφαλαίων
Nachfragestau αρσ
συνολική ζήτηση
υπερβολική ζήτηση
υπερβολική ζήτηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский