Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . περ|νώ <-νάς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [pɛrˈnɔ] VERB αμετάβ

2. περνώ (τρέχοντας):

περνώ

3. περνώ (με όχημα):

περνώ

8. περνώ (γίνομαι δεκτός: νομοσχέδιο κτλ):

περνώ

10. περνώ (μεταβαίνω):

περνώ σε

11. περνώ (σε εξετάσεις):

περνώ

12. περνώ (ξεθυμαίνω: πόνος κτλ):

περνώ

14. περνώ (θεωρούμαι):

περνώ για κάτι

15. περνώ (για υγρό):

περνώ από

16. περνώ (για λεωφορείο):

περνώ

II . περ|νώ <-νάς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [pɛrˈnɔ] VERB μεταβ

1. περνώ (περπατώντας):

περνώ κάτι
an etw δοτ vorbeigehen
περνώ το κατώφλι

2. περνώ (τρέχοντας):

περνώ κάτι

4. περνώ (ξεπερνώ: κάποιο όριο):

περνώ

6. περνώ (δρόμο, ποτάμι):

περνώ

8. περνώ (βιβλίο: διαβάζω):

περνώ

10. περνώ (κάποιο βίωμα):

περνώ

11. περνώ (βάσανα):

περνώ

12. περνώ (εξετάσεις):

περνώ

13. περνώ (καταχωρίζω):

περνώ

14. περνώ (προσπερνώ):

περνώ

15. περνώ (προσαρμόζω):

17. περνώ (για υγρό: τοίχο κτλ):

περνώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский