Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβλέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|αβλέπω <-άβλεψα [ή -έβλεψα] > [paraˈvlɛpɔ] VERB μεταβ

1. παραβλέπω (δεν αντιλαμβάνομαι):

παραβλέπω

2. παραβλέπω (κλείνω το μάτι):

παραβλέπω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με παραβλέπω

παραβλέπω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский