Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελάττωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελάττωμα [ɛˈlatɔma] SUBST ουδ (και του χαρακτήρα)

ελάττωμα
Fehler αρσ
ελάττωμα κατασκευής
ελάττωμα κατασκευής
ελάττωμα του προϊόντος
Produktfehler αρσ
νομικό ελάττωμα ΝΟΜ
Rechtsmangel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ελάττωμα

ελάττωμα ουδ κατασκευής
νομικό ελάττωμα
ελάττωμα κατασκευής
ελάττωμα του προϊόντος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский